- βάσιμος
- -η, -οεπίρρ. βάσιμα ασφαλής, βέβαιος, θετικός: Η καταγγελία μου στηρίχθηκε σε βάσιμες υποψίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάσιμος — passable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσιμον — βάσιμος passable masc/fem acc sg βάσιμος passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιμωτάτοις — βάσιμος passable masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιμώτατος — βάσιμος passable masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίμοις — βάσιμος passable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίμους — βάσιμος passable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίμων — βάσιμος passable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσιμα — βάσιμος passable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσιμοι — βάσιμος passable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάσιμος — η, ο [βάσιμος] ο μη βάσιμος, αυτός που δεν έχει σταθερή βάση, αστήρικτος, αβέβαιος … Dictionary of Greek